μάδισμα

μάδισμα
το (Μ μάδισμα) [μαδίζω]
1. μάδημα, ξερίζωμα τριχών, μαλλιών
2. μτφ. καρποί που έπεσαν στο έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”